- κομπλιμεντάρω
- μετ. делать комплименты (кому-л.); любезничать (с кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπλιμεντάρω — κομπλιμεντάρω, κομπλιμεντάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] … Dictionary of Greek
κομπλιμεντάρω — (λ. ιταλ.), κάνω κομπλιμέντα, χαϊδεύω, κολακεύω: Όλοι τον αγαπούν, γιατί τους κομπλιμεντάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
κοπλιμεντάρω — βλ. κομπλιμεντάρω … Dictionary of Greek